Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Μηδενικό το ενδιαφέρον ιδιωτών για αγορά μονάδων της ΔΕΗ

Η πώληση μονάδων της ΔΕΗ, που προτάθηκε ανεπισήμως από την Ε.Ε. ως μέτρο για το άνοιγμα της αγοράς, όπως είναι γνωστό, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, καθώς θεωρήθηκε ως «ξεπούλημα» δημόσιας περιουσίας υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων.
Μάλιστα, εκπρόσωποι κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων εμφανίστηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα και έως ότου οι εκπρόσωποι της «τρόικας» ξεκαθαρίσουν ότι άνοιγμα της αγοράς δεν σημαίνει υποχρεωτικά και πώληση μονάδων, ξιφούλκησαν κατά της προοπτικής αυτής, με κάθε είδους επιχειρήματα.
Μόνο που, όπως δείχνουν τα πράγματα, οι ανεξάρτητοι ηλεκτροπαραγωγοί που δραστηριοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα και αποτελούν εν δυνάμει τους υποψήφιους αγοραστές μονάδων της ΔΕΗ, εφόσον αποφασιζόταν η μεταβίβασή τους, δείχνουν ελάχιστο έως μηδαμινό ενδιαφέρον για απόκτηση παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ και ιδίως λιγνιτικών μονάδων.
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, πρόεδρος του ομώνυμου ομίλου με δύο μονάδες σε λειτουργία και μία υπό κατασκευή, δήλωνε στους ξένους θεσμικούς και αναλυτές, ότι «δεν εξετάζει το ενδεχόμενο εξαγοράς μονάδων της ΔΕΗ». Στην τηλεδιάσκεψη για τα αποτελέσματα εξαμήνου του ομίλου, ο κ. Μυτιληναίος τόνιζε χαρακτηριστικά ότι ένα παρόμοιο εγχείρημα χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και η ολοκλήρωσή του απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Ας σημειωθεί δε ότι παρόμοιο εγχείρημα στην Ιταλία, πριν από περίπου 10 χρόνια, απαίτησε συζητήσεις, διαβουλεύσεις και νομική προετοιμασία άνω των 2,5 χρόνων.
Προβληματισμό για το κατά πόσο υπό τις παρούσες συνθήκες, θα μπορούσε να καταλήξει θετικά μία παρόμοια συζήτηση στην Ελλάδα, εκφράζουν και εκπρόσωποι ξένων εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και έχουν εμπειρία από παρόμοιες διαδικασίες.
Εκτός από τις συγκεκριμένες ενστάσεις, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι μία επένδυση σε παλαιά λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ, (κανείς δεν συζητά για πώληση νεώτερων μονάδων) με χαμηλές αποδόσεις, υψηλές εκπομπές ρύπων ανά παραγόμενη κιλοβατώρα και μεγάλες περιβαλλοντικές εκκρεμότητες, σε καμία περίπτωση δεν θα χαρακτηρίζονταν επιτυχημένη, ιδίως μετά την 1η Ιανουαρίου 2013.
Ο λόγος είναι ότι σε περίπου 2,5 χρόνια για τη σειρά εισόδου μίας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής στην ημερήσια αγορά, θα λαμβάνεται υπ΄όψιν στο μεταβλητό κόστος (κόστος καυσίμου, συντήρησης κ.λπ.) και το κόστος αγοράς δικαιωμάτων ρύπων. Σύμφωνα δε με προσομοιώσεις που έχουν γίνει και με βάση ένα εύρος τιμής ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα και κυβικό μέτρο φυσικού αερίου, οι πρώτες μονάδες που θα προσφέρουν ενέργεια θα είναι οι συνδυασμένου κύκλου φυσικού αερίου, οι οποίες αναλαμβάνουν ρόλο μονάδων βάσης (σήμερα το ρόλο αυτό τον έχουν οι λιγνιτικές) και ακολουθούν με βάση τα σημερινά δεδομένα, κατά σειράν οι νεώτερες σε ηλικία λιγνιτικές, δηλαδή η μονάδα της Μελίτης Φλώρινας, η Νο5 του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου κοκ.
Ο λόγος είναι ότι οι μονάδες συνδυασμένου κύκλου έχουν υψηλό βαθμό απόδοσης (οι περισσότερες άνω του 55%) και, λόγω του χρησιμοποιούμενου καυσίμου, χαμηλές εκπομπές ρύπων ανά παραγόμενη κιλοβατώρα, σε αντίθεση με τις λιγνιτικές που επιβαρύνονται με το κόστος των εκπομπών, ενώ οι παλαιότερες από αυτές έχουν και ιδιαίτερα χαμηλό βαθμό απόδοσης στα επίπεδα του 30%-35%.
Η εικόνα αυτή ενισχύει το μπλοκ όλων όσοι αντιτίθενται στην πώληση μονάδων της ΔΕΗ. Και αυτό επειδή υπό τις παρούσες συνθήκες, το τίμημα που θα μπορούσε να επιτύχει η ΔΕΗ από την πώληση των παλαιών μονάδων, θα ήταν ιδιαίτερα χαμηλό, άρα δεν υφίσταται και οικονομικό κίνητρο. Οπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, τα αποτελέσματα μίας παρόμοιας κίνησης θα ήταν πολύ διαφορετικά, αν αυτή αποφασιζόταν πριν από 8 ή 10 χρόνια. Οι σήμερα απαξιωμένες μονάδες θα είχαν πολύ μικρότερη ηλικία, ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα το κόστος αγοράς ρύπων ήταν από ανύπαρκτο μέχρι πολύ χαμηλό. Αρα η ΔΕΗ θα μπορούσε να εξασφαλίσει υγιή κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των νέων επενδύσεών της και τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά εν όψει απελευθέρωσης, κάτι που δεν μπορεί να γίνει σήμερα με την εκποίηση των ίδιων μονάδων.
Λιγνίτες - Βεύη
Σε ό,τι αφορά στο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι λιγνίτες, στην απελευθέρωση της αγοράς, αυτός περιορίζεται στα νέα προς εκμετάλλευση λιγνιτωρυχεία. Ετσι, θα μπορέσει η κυβέρνηση να ξεπεράσει την έντονη πίεση της Ε.Ε. η οποία εγκαλεί την Ελλάδα ότι προσφέρει στη ΔΕΗ τη μονοπωλιακή αξιοποίηση των λιγνιτών.
Ωστόσο, από τα υποψήφια προς εκμετάλλευση δημόσια λιγνιτωρυχεία, δηλαδή της Ελασσόνας, της Δράμας και της Βεύης Φλώρινας, μόνο για το τελευταίο μπορούν να υπάρξουν ελπίδες ότι θα τύχει εκμετάλλευσης από ανεξάρτητο επιχειρηματικό φορέα. Για τα άλλα δύο, οι αντιρρήσεις των τοπικών φορέων είναι έντονες, ενώ μόλις την περασμένη εβδομάδα υφυπουργός της κυβέρνησης που εκλέγεται στο νομό Λάρισας, τάχθηκε κατά της εκμετάλλευσης των λιγνιτών της Ελασσόνας.
Σε ότ,ι αφορά το λιγνιτωρυχείο Βεύης, η ιδιότυπη διαδικασία ανάθεσης, μόλις πρόσφατα άρχισε να κινείται. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, απέστειλε στις επιχειρήσεις που εκδήλωσαν κατ΄αρχήν ενδιαφέρον (συμμετέχουν σχεδόν όλοι οι ελληνικοί ενεργειακοί όμιλοι εκτός της ΔΕΗ, είτε με θυγατρικές, είτε ως μέλη κοινοπρακτικών σχημάτων), τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογηθούν οι προσφορές τους.
Επιπλέον, για πρώτη φορά από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, το υπουργείο καθόρισε τον τύπο βάσει του οποίου ο μισθωτής θα καταβάλλει το μίσθωμα. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο σχετικό τύπο λαμβάνεται υπ΄όψιν η ετήσια παραγωγή λιγνίτη σε τόνους, η μεσοσταθμική θερμογόνος δύναμη της ετήσιας παραγωγής λιγνίτη, αλλά και η μέση ετήσια Οριακή Τιμή Συστήματος (τιμή χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας), όπως καθορίζεται από το ΔΕΣΜΗΕ.
Ετσι, ενώ η αρχική προκήρυξη για το συγκεκριμένο λιγνιτωρυχείο, απέκλειε προτάσεις που θα το συνέδεαν με δημιουργία μονάδας ηλεκτροπαραγωγής, εμμέσως το υπουργείο εισάγει στον τύπο υπολογισμού του μισθώματος και την Οριακή Τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενδιαφέρον για τη δημιουργία νέας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής στην περιοχή, (Μελίτη ΙΙ), έχουν εκδηλώσει ελληνικοί όμιλοι με αιτήσεις τους στη ΡΑΕ προκειμένου να λάβουν άδεια.